- κοσμῇ
- κοσμέωorderpres subj mp 2nd sgκοσμέωorderpres ind mp 2nd sgκοσμέωorderpres subj act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Κοσμῇ — Κοσμᾶς masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόσμη — κοσμέω order pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) κοσμέω order imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοσμήτορας — και κοσμήτωρ, ο (ΑM κοσμήτωρ) αυτός στον οποίο έχει ανατεθεί η φροντίδα για την τάξη ή τη διακόσμηση νεοελλ. καθηγητής ανώτατης σχολής, στον οποίο ανατίθεται, με εκλογή, για ορισμένη θητεία να συγκαλεί τη σχολή σε συνεδρίες ως πρόεδρος, να… … Dictionary of Greek
κόσμητρον — κόσμητρον, τὸ (Α) σάρωθρο, σκούπα. [ΕΤΥΜΟΛ. θ. κοσμη (πρβλ. ἐ κόσμη σα, αόρ. τού κοσμῶ) + επίθημα τρον (πρβλ. θέλγη τρον, φόβη τρον)] … Dictionary of Greek
COSME — Κόσμη Aegyptiaca prodendo memoriam sui extendit. Eorum ex primo Schol. Apollonii in l. 4. variorum adfert sententias de quaestione ea, Quaenam gens sit antiquissima? … Hofmann J. Lexicon universale
-τήρας — τήρ, ΝΜΑ παραγωγική κατάλ. ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία, όπως και η κατάλ. τωρ, χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τον δράστη ενέργειας. Οι δύο αυτές καταλήξεις ανάγονται στην ΙΕ κατάληξη * ter (πρβλ. και αρχ. ινδ. pi tā, λατ. pa … Dictionary of Greek
ίκτωρ — ἵκτωρ, ὁ (Α) (ποιητ. τ.) 1. ο ικέτης 2. ως επίθ. φρ. «μαστὸν ἵκτορα» με τον μαστό που επιδεικνύεται σε κίνηση ικεσίας (Ευρ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ἱκ τών ρ. ἵκω, ἱκνοῦμαι + επίθημα τωρ (πρβλ. κοσμή τωρ, πράκ τωρ)] … Dictionary of Greek
κατακοσμίζω — (Α) κοσμώ, στολίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού κατα κοσμῶ σχηματισμένος υποχωρητικά από τον αόρ. κατ ε κόσμη σα, κατά το σχήμα ἐ πότ ισα: ποτίζω] … Dictionary of Greek
κτίτορας — ο (Μ κτίτωρ, ορος) 1. κτίστης, ιδρυτής, θεμελιωτής 2. (ειδ.) ο ιδρυτής ναού, μονής ή άλλου ιερού ιδρύματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κτι τού κτίζω + επίθημα τωρ (πρβλ. κτή τωρ, κοσμή τωρ, ρή τωρ)] … Dictionary of Greek
οικήτωρ — οἰκήτωρ, ορος, ὁ (ΑΜ) 1. κάτοικος («χθονός τῆσδ εὐμενοῡς οἰκήτορας», Σοφ.) 2. άποικος («ἐξέπεμψαν ὕστερον οὐ πολλῷ εἰς αὐτὴν τοὺς οἰκήτορας», Θουκ.) 3. φρ. α) «Ἅιδου οἰκήτορες» οι νεκροί β) «οἰκήτωρ θεοῡ» κάτοικος ναού. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἰκῶ +… … Dictionary of Greek